Ο ΑΓΙΟΣ ΝΕΟΜΑΡΤΥΣ ΖΑΧΑΡΙΑΣ Ο ΕΞ ΑΡΤΗΣ
Μαρτύρησε το 1782 στην Πάτρα.
Εορτάζει στις 20 Ιανουαρίου.
Ο Βίος και το Μαρτύριο του Αγίου Ενδόξου Νεομάρτυρος Ζαχαρία του εξ Άρτης
Κατά το έτος 1782, Ιανουαρίου 20, μαρτύρησε ο Ζαχαρίας στην Παλαιά πόλη της Πάτρας.
Σκελῶν πλατυσμῷ, ἐν πλάτει οἰκεῖς πόλου, ὧ Ζαχαρία, καὶ βραβεῖον λαμβάνεις.
(Δια του τραβήγματος των σκελών σου, κατοικείς στο πλάτος του ουρανού, Ζαχαρία, και παίρνεις το βραβείο)
Αυτός ο νέος αθλητής ήταν από την επαρχία του Αγίου (Μητροπολίτη) Άρτας, ο οποίος (αθλητής) για κάποιο γεγονός που συνέβηκε, αρνήθηκε το Χριστό και έγινε Τούρκος· έπειτα πήγε στην πόλη της Παλαιάς Πάτρας και ασκούσε την τέχνη του γουναρά.
Είχε όμως κρυφά το βιβλίο που ονομάζεται Αμαρτωλών Σωτηρία, και διαβάζοντας αυτό συχνά, ήρθε σε άκρα μετάνοια, κλαίγοντας πικρά για το κακό που έπαθε, και παρακαλούσε θερμά τον Κύριο ημών Ιησού Χριστό να επιτύχει τη σωτηρία του.
Έτσι ρώτησε ένα Χριστιανό φίλο του κι έμαθε πως ήταν εκεί ένας ενάρετος και έμπειρος πνευματικός, επήγε τη νύχτα σε αυτόν και εξομολογήθηκε την αμαρτία του, και το σκοπό που είχε να παρουσιαστεί με θάρρος στον τούρκο δικαστή και να ομολογήσει την πίστη του στο Χριστό που αρνήθηκε.
Ο πνευματικός όμως του είπε, «ότι, αν και ο λογισμός σου συμφωνεί με την μεγάλη προθυμία της καρδιάς σου, όμως δεν πρέπει να τον βάλλουμε αμέσως σε πράξη, διότι πολλές φορές ο διάβολος συνηθίζει να πλανάει τους ανθρώπους από τα δεξιά, προβάλλοντάς τους καλούς λογισμούς. Γι’ αυτό ας δοκιμάσουμε, τέκνο, το λογισμό σου, αν είναι από το Θεό· πήγαινε λοιπόν στο εργαστήριό σου και μείνε κλεισμένος σαράντα ημέρες προσευχόμενος, νηστεύοντας και διαβάζοντας το βιβλίο που είπες ότι έχεις. Θα κάνω κι εγώ το ίδιο στο κελί μου για την αγάπη που σου έχω, και τότε έλα να ανταμώσουμε και πάλι». Δέχεται με χαρά ο Ζαχαρίας τη συμβουλή του πνευματικού του, κλείνεται στο εργαστήριό του κι αρχίζει πρόθυμα να κάνει την παραγγελία του πνευματικού του· όμως δεν μπόρεσε να υποφέρει περισσότερο από είκοσι ημέρες, διότι άναψε μια φλόγα στην καρδιά του, η οποία του προξενούσε πολύ μεγάλη αγάπη στο Χριστό και ακράτητη προθυμία, για να δώσει δέκα ζωές ( αν ήταν δυνατόν να έχει) για το όνομά του το Άγιο. Μετά από αυτό πηγαίνει στον πνευματικό και πέφτοντας στα πόδια του με δάκρυα θερμά του λέγει, «Ευλόγησέ με Πατέρα να πηγαίνω στο Μαρτύριο, διότι δεν μπορώ πλέον να υποφέρω από τη φλόγα που άναψε στην καρδιά μου».
Ο Πνευματικός του λέγει, «μα δεν είναι καιρός ακόμη»· εκείνος του αποκρίνεται· «ήρθε πνευματικέ και πέρασε και κάνεις μεγάλο κακό να με εμποδίσεις». Τότε του είπε ο πνευματικός να εξομολογηθεί όλες τις αμαρτίες που έκανε ως άνθρωπος σε όλη του τη ζωή· Ο Ζαχαρίας, αφού σηκώθηκε, στάθηκε όρθιος με τα χέρια σταυρωμένα και εξομολογήθηκε με κατάνυξη όλα του τα αμαρτήματα· βρέθηκε όμως τόσο καθαρός, εκτός από την άρνηση της πίστης του Χριστού, ώστε ήταν άξιος ακόμη και για την ιεροσύνη. Ο Πνευματικός πάλι, ως πρακτικός και φρόνιμος άνθρωπος, στοχάστηκε να του κάνει κι άλλη δοκιμή, και αφού τον πρόσταξε να καθίσει, άρχισε να του λέγει· «σκέψου τέκνο καλά τι έχεις να κάνεις, διότι από τον καιρό του πολέμου οπού ήρθαν οι Αρβανίτες στο Μωριά, έμαθαν τους ντόπιους τούρκους (του Μωριά) τόσους τρόπους τυραννίας, για να παιδεύουν τους Χριστιανούς, που αληθινά όσα ακούμε στους βίους των παλαιών Μαρτύρων, δεν είναι τίποτε μπροστά σε αυτά των καταραμένων Αλβανιτών. Γι’ αυτό μη στοχαστείς ότι, αφού παρουσιαστείς με θάρρος στους εξουσιαστές, θα προστάξουν αμέσως να σου κόψουν το κεφάλι, αλλά πρέπει να συλλογιστείς καλά όλα τα αντίθετα· εγώ όμως σου λέγω τέκνο, να αφήσεις αυτόν τον λογισμό, για να μη βάλεις και τον εαυτό σου σε μεγαλύτερη τιμωρία και εμάς σε πειρασμούς και κινδύνους, και να οικονομήσουμε τη σωτηρία σου με άλλον σιγουρότερο τρόπο, και σου υπόσχομαι να εύρεις τη συγχώρεση της αρνήσεώς σου, γιατί δεν υπάρχει αμαρτία που να νικά την ευσπλαχνία του Θεού».
Ο δε ευλογημένος Ζαχαρίας χαμογελούσε όση ώρα έλεγε αυτά ο πνευματικός· έπειτα, αφού σκυθρώπησε λίγο και αναστέναξε από τα βάθη της καρδιάς του, αποκρίθηκε λέγοντας·
«Θαυμάζω πνευματικέ την τόση φρόνηση που έχεις, να κάθεσαι να μου λαλείς λόγια των μωρών παιδιών· εγώ έχω τον εαυτό μου αφιερωμένο όλο στο Χριστό μου και τώρα πλέον δεν ανήκω στον εαυτό μου· γι’ αυτό έχω τόση δίψα, για να βασανιστώ για τον Χριστό που ἐπιθυμώ να λάβω, κι αν ακόμη ήταν και περισσότερα βασανιστήρια από αυτά που μου είπες των Αρβανιτών. Σε παρακαλώ λοιπόν να μου δώσεις την ευχή σου να πηγαίνω, γιατί δεν υποφέρω πια τη φλόγα που αισθάνομαι στην καρδιά μου».
Τότε ο πνευματικός δόξασε τον Θεόν, που στάλαξε τόσο σε αυτόν τη χάρη του, και διαβάζοντας τις συγχωρητικές ευχές, σύμφωνα με την τάξη της Εκκλησίας μας, τον μύρωσε και του μετέδωσε τα άχραντα μυστήρια· και αφού τον δυνάμωσε με την επουράνια τροφή, και τον όπλισε με τα πνευματικά άρματα, έβαλε Ευλογητόν και μαζί έκαναν παράκληση στην Υπεραγία Θεοτόκο, έπειτα τον ευλόγησε, σφραγίζοντάς τον με το σημείο του ζωοποιού Σταυρού, και τον απέστειλε, δίνοντάς του παραγγελία να μη μεταχειριστεί ύβρεις εναντίον της θρησκείας των Τούρκων, διότι δεν είναι ανάγκη, αλλά με σύντομα λόγια να κάνει την άρνηση εκείνης της θρησκείας, και να ομολογήσει τον εαυτό του Χριστιανό.
Τότε, αφού ασπάστηκε το δεξί χέρι του πνευματικού ο Ζαχαρίας, πήγε στο εργαστήριό του, και πρώτα πώλησε όλα του τα υπάρχοντα και τα έδωσε στους φτωχούς, κρατώντας μόνο πέντε και μισό γρόσια και δύο παράδες· έπειτα πηγαίνει και δίνει το κλειδί του εργαστηρίου στο νοικοκύρι μαζί με το ενοίκιο, και αμέσως τρέχει για το δικαστή της πόλης, λέγοντας δεξιά και αριστερά στους χριστιανούς που συναντούσε στο δρόμο, «συγχωρήστε με αδελφοί μου, και ο Θεός είθε να σας συγχωρήσει»·
Συνάντησε δε στο δρόμο και ένα φτωχό παιδί, που δεν είχε ζωνάρι, και αμέσως βγάζει ένα μεταξωτό ζωνάρι, με το οποίο ήταν ζωσμένος, και του το δίνει, του δίνει και ένα παρά, και ο Ζαχαρίας αγοράζει λίγο σχοινί και ζώνεται.
Μετά από αυτά ανεβαίνει στο δικαστή, και μπαίνοντας στο δωμάτιό του του λέγει· «πολλά τα έτη σου αφέντη μου». Ο δε δικαστής που τον γνώριζε, γιατί του έραβε τις γούνες του, λέγει στο Ζαχαρία· «και πού είναι το όπλο σου κακόμοιρε Μεεμέτη (γιατί έτσι τον ονόμαζαν), έλα επάνω, κάθισε· πες μου, τι έπαθες;». Και ο Ζαχαρίας του λέγει με πολύ θάρρος και χωρίς να φοβάται· «εγώ Μεεμέτης δεν είμαι, αλλά Ζαχαρίας· και επειδή γελάστηκα και αρνήθηκα τον Χριστό, τον αληθινό Θεό, στον οποίο πίστευα από τη γέννησή μου, και δέχτηκα τη δική σας πίστη μπροστά στο δικαστήριό σας, γι’ αυτό τώρα που ήρθα στον εαυτό μου, κατάλαβα πως γελάστηκα και ήρθα πάλι στο δικαστήριό σας να αρνηθώ την πίστη σας και να ενδυθώ το Χριστό μου που αρνήθηκα· γι’ αυτό σε παρακαλώ πάρε αυτά τα άσπρα ( αργυρά νομίσματα) και στείλε τον υπάλληλό σου στον εισπράκτορα του κεφαλικού φόρου (των υπόδουλων) να μου πάρει μια απόδειξη πληρωμής του φόρου, για να αναγνωρίζομαι και εγώ πως είμαι ραγιάς (δούλος) του πολυχρονίου βασιλιά μας, όπως και οι υπόλοιποι αδελφοί μου Χριστιανοί.
Και ο δικαστής άρχισε να του λέγει· «παιδί μου Μεεμέτ πασά, αν σου συνέβηκε καμιά συμφορά και έχασες το νου σου, εγώ είμαι έτοιμος να μαζέψω τους αγάδες και να σου δώσω αρκετή βοήθεια, μόνο φανέρωσέ μου την καρδιά σου». Ο Μάρτυρας αποκρίθηκε· «εγώ αφέντη μου επώλησα όλα μου τα υπάρχοντα και τα έδωσα ελεημοσύνη, και δεν έχω ανάγκη από χρήματα». Ο δικαστής του λέγει· «άλλο δε συμβαίνει, παρά ότι είσαι μεθυσμένος».
Ο Μάρτυρας του αποκρίνεται, «να μου δώσει ο Χριστός την επιθυμία της καρδιάς μου, πίστεψέ με, ότι έχω τρείς ημέρες που δεν έβαλα στο στόμα μου, ούτε ψωμί ξερό, ούτε νερό, ούτε τον συνηθισμένο καφέ· άλλη αιτία που κάμνω αυτό δεν είναι παρά εκείνη που σου είπα στην αρχή· γι’ αυτό πάρε τα χρήματα που έβαλα πάνω στον πάγκο του ταμείου, για να στείλεις να πάρεις την απόδειξη πληρωμής για το φόρο.
Τότε βλέποντας ο δικαστής το αμετάθετο της γνώμης του, τον έστειλε με έναν υπηρέτη στον άρχοντα της πολιτείας, αφού του έγραψε όλη την υπόθεση. Παρουσιάστηκε εκεί και ο Μάρτυρας και είπε απαράλλακτα τα ίδια που είπε και στο δικαστή.Τότε ο άρχοντας μάζεψε τους αγάδες και τους είπε την υπόθεση· και έτσι αποφάσισαν να τον βάλουν στη φυλακή και τρεις φορές την ημέρα να τον βγάζουν στην αυλή και να τον ραβδίζουν αυστηρά, μέχρις ότου ή να έλθει στην πίστη τους, ή να ξεψυχήσει με βασανιστήρια. Είπαν δε να μη χυθεί αίμα από αυτόν, για να μην ορμήσουν οι Χριστιανοί να παίρνουν τα ματωμένα χώματα και γίνει εξ αιτίας αυτού ταραχή και επανάσταση, επειδή εμποδίζονται και υβρίζονται από εμάς. Έτσι είπαν και έτσι έκαμαν· Και ο Μάρτυρας του Χριστού που ραβδιζόταν και χτυπιόταν με βαρύτατους λίθους στην κοιλιά και στο στήθος, στεκόταν στην πίστη του Χριστού στερεός και αμετακίνητος, χαιρόταν και ένιωθε αγαλλίαση, και έλεγε ακατάπαυστα μυστικά το, Κύριε Ιησού Χριστέ, Υιέ του Θεού, ελέησέ με τον αρνητή σου, και βοήθησέ με.
Σε μια δε από τις ημέρες κοντά στο βράδυ, τόσο βασάνισαν τον ευλογημένο, που δεν μπορούσε πια να λέγει την ευχή, αλλά μόνο τα μάτια του σήκωσε και κοίταζε στους ουρανούς, όσο καιρό ραβδιζόταν.
Τότε ο λεγόμενος μπελούμπασης, που ήταν ο πρώτος από τους στρατιώτες του άρχοντα, πρόσταξε το δεσμοφύλακα, να βασανίσει τη νύκτα πολύ το Μάρτυρα, μέχρι να πεθάνει, για να μην παιδεύονται και αυτοί βασανίζοντάς τον τόσες ημέρες· και ο δεσμοφύλακας παρέλαβε τον Άγιο και τέντωσε πολύ τα πόδια του στο ξύλο· έπειτα ανέβηκε στο κρεβάτι που είχε ψηλά και κάθησε, για να δειπνήσει.
Τότε ο Μάρτυς πόνεσε πολύ και φώναξε δυνατά, ωχ! Εκείνος του λέγει αποπάνω· «τώρα άπιστε, να πιω όλο το κρασί και να κατέβω να σε κόψω από κλείδωση σε κλείδωση»· ο Μάρτυρας του λέγει· «αν είσαι παλληκάρι, μη λέγεις λόγια μόνο, αλλά αμέσως κάνε και εκείνα που είπες, για να σου χρωστώ και ευγνωμοσύνη».
Εκείνος θύμωσε από τα λόγια του Μάρτυρα, κατέβηκε και τράβηξε πολύ τα πόδια του Αγίου στο ξύλο και τα τέντωσε υπερβολικά και ανέβηκε πάλι (στο δωμάτιο) να τελειώσει το δείπνο, φοβερίζοντας να του κάνει ύστερα και άλλα φρικτά βασανιστήρια. Και ο Μάρτυρας του Χριστού, ενώ έκανε λίγο να κουνηθεί, σχίστηκαν αμέσως τα σκέλη του· τότε, αφού έκανε το σημείο του τιμίου σταυρού σε όλο του το σώμα, και είπε δυνατά, Κύριε στα χέρια σου εναποθέτω το Πνεύμα μου, ξεψύχησε. Και αμέσως, ω του θαύματος! Γέμισε όλη η φυλακή από ανέκφραστη ευωδία, σε τόσο μεγάλο βαθμό, ώστε ο καταραμένος δεσμοφύλακας από την ντροπή του αναχώρησε από τη φυλακή, χωρίς να πει τίποτε και πήγε σε άλλο μέρος και κοιμήθηκε.
Το πρωί έμαθαν οι Χριστιανοί ότι τελείωσε ο Άγιος το Μαρτύριο και γέμισαν χαρά, δοξάζοντας τον Θεόν. Ο δε αρχιερέας έστειλε στον άρχοντα και ζήτησε το άγιο λείψανο, για να το ενταφιάσει· ο δε άρχοντας είπε ότι αυτός (ο νεκρός) ούτε από σας είναι ούτε από εμάς, επειδή και τις δύο θρησκείες τις κορόιδεψε· γι’ αυτό το λόγο δεν είναι άξιος ταφής, και αμέσως προστάζει δύο στρατιώτες και έδεσαν από τα πόδια το Άγιο λείψανο, και σύροντας το πήγαν και το έριξαν σε ένα ξεροπήγαδο στην περιοχή της ενορίας της Αγίας Τριάδας. Ο δε Άγιος, καθώς συρόταν στους δρόμους, ήταν πάντοτε ανάσκελα με τις αγκάλες ανοικτές· και πάλι, αφού ρίχτηκε στο ξεροπήγαδο, βρέθηκε όρθιος στηριγμένος στα γόνατα.
Τη νύχτα που ακολούθησε είδαν οι Χριστιανοί φως επάνω από το πηγάδι, γι’ αυτό έτρεχαν με φωνές, για να προσκυνούν και να βλέπουν τον Άγιο.
Αυτά, όταν τα έμαθαν οι Αγαρηνοί, έστειλαν ανθρώπους και έκοψαν χόρτα πολλά και τα έριξαν μέσα στο πηγάδι· έπειτα τράβηξαν χώματα και γέμισαν το πηγάδι, και έτσι έμεινε εκεί σφαλισμένος ο Άγιος, με τις ικεσίες του οποίου είθε να μας ελεήσει και να μας σώσει ο Κύριος. Αμήν.
Από το Νέο Μαρτυρολόγιο του Αγίου Νικοδήμου του Αγιορείτου
(Με απόδοση στην καθομιλουμένη Νεοελληνική γλώσσα)